φονιάς

φονιάς
Ονομασία 2 μικρών νησιών. 1. Νησί του Κορινθιακού κόλπου, μπροστά στο δυτικό στόμιο του κόλπου της Δομβραίνας. 2. Νησί του νότιου Ευβοϊκού, το οποίο ανήκει στη νησιώτικη συστάδα που βρίσκεται μπροστά στον όρμο των Στύρων και κοντά στο ακρωτήριο Στρογγυλό.
* * *
ο / φονεύς, -έως, ΝΜΑ, θηλ. φόνισσα Ν, και αρκαδ. τ. φονής, -ῆος, Α
δολοφόνος (α. «κι αν εις το φόρο γη μωρό γη ανήμπορος προβάλει / κι από κιανένα σκοτωθεί, φονιά μην τότε βγάλει», Ερωτόκρ.
β. «ἄνδρα φονέα», ΚΔ)
νεοελλ.
1. ο καθ' έξιν ή ο πληρωμένος δολοφόνος
2. παροιμ. «κι έπειτα φταίει ο φονιάς» — λέγεται σε περιπτώσεις που το θύμα προκαλεί τον δράστη με ποικίλους τρόπους, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται απόλυτα ο τελευταίος για την πράξη του
αρχ.
1. αυτός που επιφέρει καταστροφές, καταστροφέας
2. (με σημ. επιθ.) φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + κατάλ. -εύς*. Ο νεοελλ. τ. φονιάς έχει σχηματιστεί από την αιτ. φονέα τού αρχ. τ. με συνίζηση (πρβλ. συκιά: συκέα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φονιάς — ο πληθ. ιάδες, θηλ. φόνισσα 1. αυτός που σκότωσε άνθρωπο, ανθρωποκτόνος, δολοφόνος: Και για το Χάρο το φονιά κοντάρια και μαχαίρια (Ι. Ζερβός). 2. ο συστηματικός ή επαγγελματίας δολοφόνος: Εις την ώρα που σκιασμένος και παράξενα ντυμένος βγαίν ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φονίας — φονίᾱς , φόνιος bloody fem acc pl φονίᾱς , φόνιος bloody fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν… — См. Око за око, зуб за зуб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… …   Dictionary of Greek

  • Christos Dimopoulos — (born 10 June 1958) is a retired Greek footballer who played for PAOK and Panathinaikos. His nickname was Fonias (Φονιάς, means Killer) of Greek football. Dimopoulos was born in Gastouni. He started his professional career in Aias Gastounis and… …   Wikipedia

  • Katafygi-Höhlen — In Griechenland trägt eine Reihe von Höhlen den Namen Katafygi (griechisch σπηλιές καταφυγής), hauptsächlich jedoch auf der Halbinsel Mani/Peloponnes. Im Griechischen bedeutet καταφυγή (katafygi) „Rückzugsgebiet, Zufluchtsort“. Fünf der… …   Deutsch Wikipedia

  • око за око, зуб за зуб — (Закон возмездия.) Ср. Gleiches mit Gleichem vergelten. Ср. Par pari refertur. Равное равному воздается. Hieron. Ep. 45, 5. Ср. Denique Par pari referto. Terent. Eunuch. 3, 1, 55. Ср. Plaut. Merc. 3, 4, 44. Truc. 5, 47. Ср. Lex Talionis (закон… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Око за око, зуб за зуб — Око за око, зубъ за зубъ. (Законъ возмездія.) Ср. Gleiches mit Gleichem vergelten. Ср. Par pari refertur. Пер. Равное равному воздается. Hieron. Ep. 45, 5. Ср. Denique Par pari referto. Terent. Eunuch. 3, 1, 55. Ср. Plaut. Merc. 3, 4, 44. Truc. 5 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”